Μου το είχαν πει.
Με είχαν προειδοποιήσει: ‘μη πιάσεις ρετιρέ σε παλιά πολυκατοικία, το χειμώνα θα κρυώνεις και το καλοκαίρι θα ψήνεσαι…
Εγώ εκεί… πείσμα: ‘θέλω να βλέπω ουρανό’
Φάε τώρα κρύο κοιτώντας τον γκρίζο ουρανό
Είμαι και κρυουλιάρα….
Όπως κάτι τέτοια κυριακάτικα πρωινά που ξυπνάω νωρίς και μέχρι ν’ ανάψουν καλοριφέρ δεν τολμώ να ξεμυτίσω από το κρεβάτι.
Κι αν τύχει και δεν ξυπνάω μόνη στο κρεβάτι αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις με το λαβερμπόϋ
- πήγαινε να φέρεις την σόμπα
- εσύ να πας/ - όχι εσύ …
Και η πιο ‘επικίνδυνη’ αποστολή: ποιος θα φτιάξει καφέ στην ‘Σιβηρία’ της κουζίνας;
- πάλι εγώ;/ -τι πάλι; Δεν θυμάσαι καλά!
- κι γατούλα; Να την βάλουμε στην κρεβατοκάμαρα; Που μόλις κατάλαβε πως ξυπνήσαμε άρχισε να κλαψουρίζει απ’ έξω
- ε, όχι και την γάτα!! (κάθετος ο λαβερμπόης μετά το γνωστό συμβάν)
Τέλος πάντων συμβιβάζεται με την ιδέα της γάτας στα πόδια μας στο κρεβάτι με αντάλλαγμα να φτιάξω εγώ καφέ (θυσιάστηκα για την γάτα μου)
Η έτσι κι αλλιώς παγωμένη κουζίνα ήταν ακόμα πιο κρύα γιατί ξέχασα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή!
Ανοίγω την πόρτα του φούρνου και τον βάζω στο μάξιμουμ μήπως κάτι γίνει…
Ρίχνω ιδέα: - ‘να ψήσουμε κι ένα γρήγορο κέικ; Κάτι θα ζεστάνει…’
- κι εκείνο το κοτόπουλο στο φούρνο που λέγαμε;
- μήπως να βάλουμε μπρος κι ένα ψωμί; Είδα μια εύκολη συνταγή..
- ωπα, μήπως το παρακάνουμε…;
Όχι δεν μετανιώνω που έπιασα αυτό το σπίτι,
Κάθε άλλο, το έχω αγαπήσει πολύ
Καλύτερα το κρύο και να βλέπω ουρανό παρά λίγο παραπάνω ζέστη και ν’ ατενίζω την μπουγάδα της απέναντι